3,274,313
edits
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ. | |lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt. | |||
}} | }} |