δυσφύλακτος: Difference between revisions

nl
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt.
}}
}}