Anonymous

δυσφύλακτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσφύλακτος]], -ον)<br />αυτός που φυλάσσεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφυλαχθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσφύλακτον</i><br />[[αδυναμία]] προφύλαξης από [[κακό]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσφύλακτος]], -ον)<br />αυτός που φυλάσσεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφυλαχθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσφύλακτον</i><br />[[αδυναμία]] προφύλαξης από [[κακό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ.
}}
}}