3,274,216
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσφύλακτος]], -ον)<br />αυτός που φυλάσσεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφυλαχθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσφύλακτον</i><br />[[αδυναμία]] προφύλαξης από [[κακό]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσφύλακτος]], -ον)<br />αυτός που φυλάσσεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφυλαχθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσφύλακτον</i><br />[[αδυναμία]] προφύλαξης από [[κακό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσφύλακτος:''' -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ. | |||
}} | }} |