3,274,216
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποιμενικός:''' -ή, -όν ([[ποιμήν]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), σε Πλάτ. | |lsmtext='''ποιμενικός:''' -ή, -όν ([[ποιμήν]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποιμενικός:''' пастушеский ([[θῶκος]] Theocr.). | |||
}} | }} |