Anonymous

ποιμενικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιμενικός:''' -ή, -όν ([[ποιμήν]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), σε Πλάτ.
|lsmtext='''ποιμενικός:''' -ή, -όν ([[ποιμήν]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιμενικός:''' пастушеский ([[θῶκος]] Theocr.).
}}
}}