φιλανθρωπεύομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλανθρωπεύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενεργώ]] ανθρώπινα, [[πρός]] τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από [[καλοσύνη]], αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το Θεό, [[αγάπη]] για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, σχετικά με τη [[γεωργία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλανθρωπεύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενεργώ]] ανθρώπινα, [[πρός]] τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από [[καλοσύνη]], αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το Θεό, [[αγάπη]] για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, σχετικά με τη [[γεωργία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλανθρωπεύομαι:''' <b class="num">1)</b> med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> pass. встречать человечное отношение к себе Diod.
}}
}}