Anonymous

φιλανθρωπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[φιλάνθρωπος]]<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[φιλανθρωπία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[καθιστώ]] κάποιον φιλάνθρωπο<br />β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) [[κάνω]] μια φιλανθρωπική [[πράξη]] για κάποιον<br />γ) (με αιτ. πράγματος) [[παρέχω]] [[κάτι]] με φιλανθρωπική [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φιλανθρωπευθέντες</i>·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.
|mltxt=Α [[φιλάνθρωπος]]<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[φιλανθρωπία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[καθιστώ]] κάποιον φιλάνθρωπο<br />β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) [[κάνω]] μια φιλανθρωπική [[πράξη]] για κάποιον<br />γ) (με αιτ. πράγματος) [[παρέχω]] [[κάτι]] με φιλανθρωπική [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φιλανθρωπευθέντες</i>·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλανθρωπεύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενεργώ]] ανθρώπινα, [[πρός]] τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από [[καλοσύνη]], αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το Θεό, [[αγάπη]] για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, σχετικά με τη [[γεωργία]], σε Ξεν.
}}
}}