ἐλεεινός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεεινός:''' -ή, -όν, σε Αττ. ποιητές [[ἐλεινός]]· ([[ἔλεος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκει [[έλεος]], που είναι [[άξιος]] ελέου ή που κινεί το [[συναίσθημα]] του οίκτου, της συμπόνοιας, [[αξιοθρήνητος]], [[θλιβερός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλεινὸς εἰσορᾶν</i>, [[θλιβερός]] στην όψη, σε Αισχύλ.· <i>ἐλεινὸν ὁρᾷς</i>, εσύ φαίνεσαι [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ.· <i>ἐσθῆτ' ἐλεινήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δείχνει οίκτο, [[συμπονετικός]], ἐλ. [[δάκρυον]], [[δάκρυ]] θλίψης, σε Ομήρ. Οδ.· <i>οὐδὲν ἐλεεινόν</i>, κανένα [[αίσθημα]] οίκτου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἐλεεινῶς]], σε Αττ. ποιητές, [[ἐλεινῶς]], αξιοθρήνητα, θλιβερά, σε Σοφ.· πληθ. ουδ., <i>ἐλεεινά</i> ως επίρρ., Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐλεεινός:''' -ή, -όν, σε Αττ. ποιητές [[ἐλεινός]]· ([[ἔλεος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκει [[έλεος]], που είναι [[άξιος]] ελέου ή που κινεί το [[συναίσθημα]] του οίκτου, της συμπόνοιας, [[αξιοθρήνητος]], [[θλιβερός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλεινὸς εἰσορᾶν</i>, [[θλιβερός]] στην όψη, σε Αισχύλ.· <i>ἐλεινὸν ὁρᾷς</i>, εσύ φαίνεσαι [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ.· <i>ἐσθῆτ' ἐλεινήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δείχνει οίκτο, [[συμπονετικός]], ἐλ. [[δάκρυον]], [[δάκρυ]] θλίψης, σε Ομήρ. Οδ.· <i>οὐδὲν ἐλεεινόν</i>, κανένα [[αίσθημα]] οίκτου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἐλεεινῶς]], σε Αττ. ποιητές, [[ἐλεινῶς]], αξιοθρήνητα, θλιβερά, σε Σοφ.· πληθ. ουδ., <i>ἐλεεινά</i> ως επίρρ., Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεεινός:''' атт. тж. [[ἐλεινός]] 3<br /><b class="num">1)</b> вызывающий сострадание, достойный сожаления, жалкий ([[ἐσθής]] Arph.): ἐ. εἰσορᾶν Aesch. и ἐ. ἐκ τῆς ὄψεως Arst. жалкий на вид, жалостный; ἐς Ἀχιλλῆος ἐλεεινὸν [[ἐλθεῖν]] Hom. прийдя к Ахиллу, вызвать в нем сострадание; ἐ. τινι ὤν Lys. внушающий кому-л. сострадание;<br /><b class="num">2)</b> полный сострадания, сочувственный ([[δάκρυον]] Hom.): ἐλεινὸν ὁρᾶν Soph. смотреть с сожалением.
}}
}}