ἐλεεινός

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεεινός Medium diacritics: ἐλεεινός Low diacritics: ελεεινός Capitals: ΕΛΕΕΙΝΟΣ
Transliteration A: eleeinós Transliteration B: eleeinos Transliteration C: eleeinos Beta Code: e)leeino/s

English (LSJ)

ἐλεεινή, ἐλεεινόν, ἐλεινός h.Cer.284, Att. (Eup.25) and Trag. (v. infr.), but ἐλεεινός Men.Sam.156 Pap.: written ἐλεηνός in LXX Da.9.23, 10.11: (ἔλεος):—
A finding pity, pitied, δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il.24.309; moving pity, piteous, 23.110, etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, A.Pr.248; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, S.Ph. 1130 (lyr.); ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.Ach.413; ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Id.Ra.1063; ἐλεινοὶ οἱ ἀδικοῦντες Lys.24.7; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεινότατον D.21.186; -ότερος ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e.
b having received mercy, LXX ll.cc.
2 showing pity, ἐλεεινὸν δάκρυον a tear of pity, Od.8.531, 16.219, Men.l.c.; οὐδὲν ἐλεινόν = no feeling of pity, Pl.Phd. 59a, cf. R.606b.
II Adv. ἐλεεινῶς, Att. ἐλεινῶς, pitiably, S.Ph.870, Ar.Th.1063; ἐλεινῶς διακεῖσθαι D.19.81: neut. pl. ἐλεεινά as adverb, Il.2.314.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἐλεινός A.Pr.246, S.Ph.1130, Eup.27, Ar.Ach.413, Ra.1063, Pl.Phd.59a, Lys.24.7, D.21.186, Men.Sam.371
I 1de pers. que merece piedad, digno de compasión, del que uno se apiada δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν habla Príamo Il.24.309, ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Ar.Ra.1063, cf. S.l.c., ἐ. ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δραστήριος E.Hel.992, ὁ ξένος ... ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e, οἱ καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἐλεινοὶ ὄντες Lys.l.c., cf. Pl.Phd.59a, Plot.1.4.8, Aen.Gaz.Ep.13, ἐλεινότατον ποιὼν ἑαυτόν D.l.c., ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν 1Ep.Cor.15.19, cf. Apoc.3.17, LXX Da.9.23, 10.11
c. gen. de causa ἐλεεινοὶ τοῦ πάθους ... γενόμενοι App.Ital.6, cf. Plu.Aem.33, ὁ δὲ ἀποθνῄσκει ... ἐ. μὲν τῆς ἡλικίας Philostr.Im.1.4
patético, desdichado νέκυς Il.23.110, cf. A.R.4.1534, c. inf. φίλοις ἐ. εἰσορᾶν ἐγώ A.Pr.246
neutr. plu. αἰαῖ ἐλεινὰ παθοῦσα Περιστερή Theoc.Ep.16.5
en interj. miserable, desgraciado ὦ ἐλεινή ¡ay desdichada! Aesop.263, ὦ ἐλεειναὶ ... ἔρρετε en una maldición, ref. a las Harpías AP 11.96 (Nicarch.)
biz., como epít. de monjes crist. en cartas dirigidas a un superior mísero, humilde ἀββ(ᾶ) Ἀνδρέας ἐ. PFouad 87.38, cf. 86.24 (ambos VI d.C.).
2 de concr. que da pena, miserable ἐσθής Ar.Ach.413, Polyaen.5.2.1, ἡ τροφή I.BI 5.429.
3 de abstr. penoso, lastimero δάκρυον Od.16.219, Men.Sam.371, A.R.3.118, τῆς δ' ἐλεεινοτάτῳ ἄχεϊ φθινούθουσι παρειαί sus mejillas se marchitan por un dolor penoso, Od.8.530, φωνή h.Cer.284, τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δράματα Pl.Ap.35b, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σώματος Arist.Mir.836a4, ἀτυχία Plb.23.10.11, τὰ σχήματα Hld.9.5.3, ἄλγεα IKyzikos 2.64.6 (II d.C.), ἱκεσίαι Ast.Soph.Hom.6.15, ὥστ' ἐλεεινὸν τὸ χρῆμα τῆς συναυλίας εἶναι Aristid.Or.34.47, cf. Basil.Ep.244.7
neutr. subst. τὸ ἐλεεινόν = sentimiento de conmiseración Pl.R.606b
plu. τὰ ἐλεινά = sucesos tristes, penalidades ὅταν ... ᾄδῃς ... τῶν περὶ Ἀνδρομάχην ἐλεινῶν τι cuando cantas alguna de las penalidades de Andrómaca Pl.Io 535b, ret. ἐλεεινὰ ἢ δεινὰ ... παρασκευάζειν Arist.Po.1456b3
neutr. plu. como adv. lastimeramente τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας devoró a los que gorjeaban lastimeramente, Il.2.314, τὸν δ' ὁ γέρων ἐλεεινὰ προσηύδα Il.22.37.
II adv. ἐλεεινῶς
1 lamentablemente, lastimeramente κλάειν Ar.Th.1063, cf. Ach.Tat.5.21.5, διακεῖσθαι D.19.81, Epicur.Fr.[101] 3, ἀπώλλυντο Plb.14.5.10.
2 con piedad, compasivamente τλῆναί σ' ἐ. ὧδε τἀμὰ πήματα S.Ph.870, οὐκ ἔδει ὑμᾶς οὕτως ἐ. ἐκφυγεῖν τὴν δίκην IEphesos 1352.8 (V d.C.).

German (Pape)

[Seite 794] mitleidswert, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄθλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, θέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῦ τὸν ἐλεεινὸν τέθεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰσῄει Phaed. 59 a. – ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 digne de pitié;
2 qui excite la pitié, pitoyable, lamentable : ἐλεινὸς εἰσορᾶν ESCHL pitoyable à voir ; ἐλεινὸν ὁρᾶν SOPH avoir un aspect pitoyable, lamentable ; adv. • ἐλεεινά IL d'une manière pitoyable ou lamentable;
II. qui s'apitoie sur, qui témoigne de la pitié, compatissant : δάκρυον ἐλεεινόν OD une larme de pitié ; οὐδὲν ἐλεεινόν PLAT aucun sentiment de pitié.
Étymologie: ἔλεος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεεινός: атт. тж. ἐλεινός 3
1 вызывающий сострадание, достойный сожаления, жалкий (ἐσθής Arph.): ἐ. εἰσορᾶν Aesch. и ἐ. ἐκ τῆς ὄψεως Arst. жалкий на вид, жалостный; ἐς Ἀχιλλῆος ἐλεεινὸν ἐλθεῖν Hom. прийдя к Ахиллу, вызвать в нем сострадание; ἐ. τινι ὤν Lys. внушающий кому-л. сострадание;
2 полный сострадания, сочувственный (δάκρυον Hom.): ἐλεινὸν ὁρᾶν Soph. смотреть с сожалением.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεεινός: -ή, -όν, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἐλεινὸς (Πόρσων ἐν Προοιμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. VIII), οὕτω δὲ καὶ ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Δημ. 285: (ἔλεος): - ὁ εὑρίσκων ἔλεος, ἄξιος ἐλέους, δός μ’ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ’ ἐλεεινὸν Ἰλ. Ω. 309: - ὁ κινῶν εἰς οἶκτον, ἀξιολύπητος, ἐλεεινός, Ὅμ. κλ.· καὶ μὴν φίλοις (γ΄) ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ, εἶμαι ἄξιον ἐλέου θέαμα, Αἰσχύλ. Πρ. 246· ἐλεινὸν ὁρᾷς, βλέπεις μὲ τεθλιμμένον ὄμμα, Σοφ. Φ. 1130· ἐσθῆτ’ ἐλεινὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 413· ἵν’ ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ’ εἶναι ὁ αὐτ. Βάτρ. 1063· ἐλεεινοί εἰσι Λυσίας 178. 41· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Δημ. 574. 25· ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, ἄξιος πλείονος ἐλέου καὶ ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, Πλάτ. Νόμ. 729Ε. 2) θλιβερός, λυπηρός, ὡς Ὀδυσσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, θλιβερὸν δάκρυον, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «ἐλεεινῶς, οἰκτρῶς» ἐδάκρυεν, Ὀδ. Θ. 531, Π. 219· οὐδὲν ἐλεεινόν, οὐδὲν αἴσθημα ἐλέου ἢ οἴκτου, Πλάτ. Φαίδων 59Α, πρβλ. Πολ. 606Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐλεεινῶς, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς ἐλεινῶς, Σοφ. Φ. 870, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1063· ἐλεεινῶς διακεῖσθαι Δημ. 366. 23· οὐδ. πληθ. ἐλεεινά, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 314.

English (Autenrieth)

-ότερος, -ότατος: pitiable, piteous; neut., and esp. pl., as adv., pitifully, Od. 8.531, Il. 22.37, Il. 2.314.

English (Strong)

from ἔλεος; pitiable: miserable.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όν
Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπόςελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)
2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)
αρχ.
θλιβερός, λυπηρός.

Greek Monotonic

ἐλεεινός: -ή, -όν, σε Αττ. ποιητές ἐλεινός· (ἔλεος),
I. 1. αυτός που βρίσκει έλεος, που είναι άξιος ελέου ή που κινεί το συναίσθημα του οίκτου, της συμπόνοιας, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλεινὸς εἰσορᾶν, θλιβερός στην όψη, σε Αισχύλ.· ἐλεινὸν ὁρᾷς, εσύ φαίνεσαι αξιοθρήνητος, σε Σοφ.· ἐσθῆτ' ἐλεινήν, σε Αριστοφ.· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον, σε Δημ.
2. αυτός που δείχνει οίκτο, συμπονετικός, ἐλ. δάκρυον, δάκρυ θλίψης, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδὲν ἐλεεινόν, κανένα αίσθημα οίκτου, σε Πλάτ.
II. επίρρ. ἐλεεινῶς, σε Αττ. ποιητές, ἐλεινῶς, αξιοθρήνητα, θλιβερά, σε Σοφ.· πληθ. ουδ., ἐλεεινά ως επίρρ., Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐλεεινός, ή, όν ἔλεος
I. finding pity, pitied or moving pity, pitiable, piteous, Hom., etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, Aesch.; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, Soph.; ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Dem.
2. showing pity, pitying, ἐλ. δάκρυον a tear of pity, Od.; οὐδὲν ἐλεεινόν no feeling of pity, Plat.
II. adv. ἐλεεινῶς, in Attic Poets ἐλεινῶς, pitiably, Soph.; neut. pl. ἐλεεινά as adv., Il.

Chinese

原文音譯:™leeinÒj 誒累誒挪士
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(可)憐憫(的)
字義溯源:令人同情,可憐;源自(ἔλεος)*=憐恤)
出現次數:總共(2);林前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 比⋯更可憐(1) 林前15:19;
2) 可憐(1) 啓3:17

English (Woodhouse)

compassionate, piteous, pitiable, pitiful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀξιολύπητος). Ἀπό τό ἔλεος, ὁ (=οἶκτος, λύπη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.