3,258,302
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζωάγρια:''' -ων, τά ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]), [[αμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το <i>θρεπτήρια</i>, [[αμοιβή]] που καταβάλλεται για τη [[διατροφή]] και την [[ανατροφή]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[ζωάγρια]] μόχθων, <i>νούσων</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ζωάγρια:''' -ων, τά ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]), [[αμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το <i>θρεπτήρια</i>, [[αμοιβή]] που καταβάλλεται για τη [[διατροφή]] και την [[ανατροφή]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[ζωάγρια]] μόχθων, <i>νούσων</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζωάγρια:''' τά (тж. ζ. δῶρα Her.) выкуп за сохранение жизни, плата за пощаду (τινὶ ζ. τίνειν Hom.): ζ. ὀφέλλειν τινί Hom. быть обязанным кому-л. за спасение жизни; [[ἱρήν]] τινι θαλάμην ζ. ἀνατίθεσθαι Anth. воздвигнуть кому-л. храм в благодарность за спасение жизни. | |||
}} | }} |