Anonymous

ζωάγρια: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωάγρια:''' -ων, τά ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]), [[αμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το <i>θρεπτήρια</i>, [[αμοιβή]] που καταβάλλεται για τη [[διατροφή]] και την [[ανατροφή]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[ζωάγρια]] μόχθων, <i>νούσων</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ζωάγρια:''' -ων, τά ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]), [[αμοιβή]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το <i>θρεπτήρια</i>, [[αμοιβή]] που καταβάλλεται για τη [[διατροφή]] και την [[ανατροφή]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., [[ζωάγρια]] μόχθων, <i>νούσων</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζωάγρια:''' τά (тж. ζ. δῶρα Her.) выкуп за сохранение жизни, плата за пощаду (τινὶ ζ. τίνειν Hom.): ζ. ὀφέλλειν τινί Hom. быть обязанным кому-л. за спасение жизни; [[ἱρήν]] τινι θαλάμην ζ. ἀνατίθεσθαι Anth. воздвигнуть кому-л. храм в благодарность за спасение жизни.
}}
}}