3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | |lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπανδρος:''' <b class="num">1)</b> замужняя ([[γυνή]] Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;<br /><b class="num">2)</b> женственный, изнеженный ([[ἀγωγή]] Diod.). | |||
}} | }} |