Anonymous

ὕπανδρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
|lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπανδρος:''' <b class="num">1)</b> замужняя ([[γυνή]] Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;<br /><b class="num">2)</b> женственный, изнеженный ([[ἀγωγή]] Diod.).
}}
}}