δίκροτος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίκροτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει διπλό κρότο, «χτυπά» διπλά, <i>κῶπαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για καράβια, με διπλά [[κουπιά]] ή με [[δύο]] σειρές κουπιών, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δ. [[ἁμαξιτός]], [[οδός]] για [[δύο]] άμαξες, σε Ευρ.
|lsmtext='''δίκροτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει διπλό κρότο, «χτυπά» διπλά, <i>κῶπαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για καράβια, με διπλά [[κουπιά]] ή με [[δύο]] σειρές κουπιών, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> δ. [[ἁμαξιτός]], [[οδός]] για [[δύο]] άμαξες, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίκροτος:''' <b class="num">1)</b> ударяющий с двух сторон, т. е. расположенный вдоль каждого корабельного борта (κῶπαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с двумя рядами весел, двухрядный ([[ναῦς]] Xen., Plut., Anth.; πλοῖα Polyb.; [[σκάφος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> двухколейный ([[ἁμαξιτός]] Eur.).
}}
}}