3,274,913
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηπτοῦχος:''' Δωρ. σκαπτ-, <i>-ον</i> ([[σκῆπτον]], [[ἔχω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατάει [[ραβδί]] ή [[σκήπτρο]] ως χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] εξουσίας· [[σκηπτοῦχος]] [[βασιλεύς]], ο [[βασιλιάς]] που κρατάει [[σκήπτρο]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ραβδούχος]], [[αξιωματικός]] της Περσικής αυλής, [[αυλάρχης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σκηπτοῦχος:''' Δωρ. σκαπτ-, <i>-ον</i> ([[σκῆπτον]], [[ἔχω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατάει [[ραβδί]] ή [[σκήπτρο]] ως χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] εξουσίας· [[σκηπτοῦχος]] [[βασιλεύς]], ο [[βασιλιάς]] που κρατάει [[σκήπτρο]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ραβδούχος]], [[αξιωματικός]] της Περσικής αυλής, [[αυλάρχης]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηπτοῦχος:''' дор. [[σκαπτοῦχος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> держащий скиптр, властвующий ([[βασιλεύς]] Hom.): [[Ἄρης]] ἠνορέης σ. HH Арей, верховный властитель мужества;<br /><b class="num">2)</b> (в Персии) скиптродержец, т. е. высший царедворец (οἱ περὶ τὸν Κῦρον σκηπτοῦχοι Xen.). | |||
}} | }} |