Anonymous

σκηπτοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκηπτοῦχος:''' Δωρ. σκαπτ-, <i>-ον</i> ([[σκῆπτον]], [[ἔχω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατάει [[ραβδί]] ή [[σκήπτρο]] ως χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] εξουσίας· [[σκηπτοῦχος]] [[βασιλεύς]], ο [[βασιλιάς]] που κρατάει [[σκήπτρο]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ραβδούχος]], [[αξιωματικός]] της Περσικής αυλής, [[αυλάρχης]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σκηπτοῦχος:''' Δωρ. σκαπτ-, <i>-ον</i> ([[σκῆπτον]], [[ἔχω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατάει [[ραβδί]] ή [[σκήπτρο]] ως χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] εξουσίας· [[σκηπτοῦχος]] [[βασιλεύς]], ο [[βασιλιάς]] που κρατάει [[σκήπτρο]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ραβδούχος]], [[αξιωματικός]] της Περσικής αυλής, [[αυλάρχης]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηπτοῦχος:''' дор. [[σκαπτοῦχος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> держащий скиптр, властвующий ([[βασιλεύς]] Hom.): [[Ἄρης]] ἠνορέης σ. HH Арей, верховный властитель мужества;<br /><b class="num">2)</b> (в Персии) скиптродержец, т. е. высший царедворец (οἱ περὶ τὸν Κῦρον σκηπτοῦχοι Xen.).
}}
}}