πολυήγορος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που λέει [[πολλά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που λέει [[πολλά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυήγορος:''' многоговорящий, говорливый (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}