κατοικέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], [[διαβιώ]] ως [[κάτοικος]], εγκαθίσταμαι, [[αποικώ]], σε Ηρόδ., Ευρ.· γενικά, [[μένω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον Παθ. παρακ. και υπερσ., έχω ιδρυθεί, [[κατοικώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ. λέγεται για [[πολιτεία]], διακυβερνώμαι, διοικούμαι, σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b>αμτβ., λέγεται για πόλεις, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], [[διαβιώ]] ως [[κάτοικος]], εγκαθίσταμαι, [[αποικώ]], σε Ηρόδ., Ευρ.· γενικά, [[μένω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον Παθ. παρακ. και υπερσ., έχω ιδρυθεί, [[κατοικώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ. λέγεται για [[πολιτεία]], διακυβερνώμαι, διοικούμαι, σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b>αμτβ., λέγεται για πόλεις, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοικέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> населять, обитать (Οὔλυμπον Pind.; [[τούσδε]] τοὺς τόπους Soph.; ἐν ἄστει Plat.; τὸν ναόν, ἐπὶ [[πᾶν]] τὸ [[πρόσωπον]] τῆς γῆς NT);<br /><b class="num">2)</b> селиться, заселять (πόλιν Ζάγκλην Her.; τήνδε γῆν Κορινθίαν, Κιθαιρῶνος [[λέπας]] Eur.; εἰς πόλιν NT; med. κατὰ κώμας Her.): οἱ παρὰ τὴν Ἐροθρὴν θάλασσαν κατοικήμενοι Her. жители берегов Эритрепского моря;<br /><b class="num">3)</b> помещаться, находиться, быть расположенным (ἐν πεδίοις Plat.);<br /><b class="num">4)</b> pass. быть управляемым: κατῳκηκέναι [[καλῶς]] Soph. жить по образцовым законам.
}}
}}