αἰθυκτήρ: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθυκτήρ:''' ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).
}}
}}