αἰθυκτήρ

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθυκτήρ Medium diacritics: αἰθυκτήρ Low diacritics: αιθυκτήρ Capitals: ΑΙΘΥΚΤΗΡ
Transliteration A: aithyktḗr Transliteration B: aithyktēr Transliteration C: aithyktir Beta Code: ai)qukth/r

English (LSJ)

αἰθυκτῆρος, ὁ, rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, auftürmend, heftig, δούνακες, Pfeile, Leon.Tar. 12 (VI.296), wo cod. Pal. ἀντυκτῆρες hat; φύσαλοι Opp. H. 1.368; σύες Cyn. 2.332.

Russian (Dvoretsky)

αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.

Greek Monotonic

αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from αἰθύσσω
one that darts swiftly, Anth.