ἀφανίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφᾰνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>ἠφάνικα</i>· ([[ἀφανής]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] αφανές, [[κρύβω]] από τη [[θέα]], σε Ξεν., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απομακρύνω]], [[εξαλείφω]], [[ἄχος]], σε Σοφ.· [[ἀφανίζω]] τινὰ πόλεος, [[απομακρύνω]] από την πόλη, σε Ευρ.· [[ἀφανίζω]] αὑτὸν εἰς τὸν [[νεών]], εξαφανίζομαι μέσα στο ναό, σε Αριστοφ.· λέγεται για πολιτικούς καταδίκους, [[απομακρύνω]] από τη [[θέα]], [[εξαφανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., είμαι κρυμμένος ή εξαλείφομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, [[ισοπεδώνω]] [[μέχρι]] εδάφους, στον ίδ., Δημ.· [[εξαφανίζω]] τα ίχνη αίματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[σβήνω]], [[αμαυρώνω]] την [[καλή]] [[υπόληψη]] κάποιου, σε Θουκ., Πλάτ.· [[αλλά]] με θετική [[σημασία]], [[ἀφανίζω]] ἀγαθῷ κακὸν, [[εξαλείφω]] το [[κακό]] με το καλό, σε Θουκ.· <i>δύσκλειον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[παραμορφώνω]], [[ἀφανίζω]] τὰ πρόσωπα, για την προσποιητή [[λύπη]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">6.</b> [[εξαφανίζω]] [[περιουσία]], σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[αόρατος]], εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα που βυθίστηκαν σε [[θύελλα]] άμμου, σε Ηρόδ. ή χάθηκαν στη [[θάλασσα]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀφᾰνίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>ἠφάνικα</i>· ([[ἀφανής]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] αφανές, [[κρύβω]] από τη [[θέα]], σε Ξεν., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απομακρύνω]], [[εξαλείφω]], [[ἄχος]], σε Σοφ.· [[ἀφανίζω]] τινὰ πόλεος, [[απομακρύνω]] από την πόλη, σε Ευρ.· [[ἀφανίζω]] αὑτὸν εἰς τὸν [[νεών]], εξαφανίζομαι μέσα στο ναό, σε Αριστοφ.· λέγεται για πολιτικούς καταδίκους, [[απομακρύνω]] από τη [[θέα]], [[εξαφανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., είμαι κρυμμένος ή εξαλείφομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταστρέφω]] ολοσχερώς, [[ισοπεδώνω]] [[μέχρι]] εδάφους, στον ίδ., Δημ.· [[εξαφανίζω]] τα ίχνη αίματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[σβήνω]], [[αμαυρώνω]] την [[καλή]] [[υπόληψη]] κάποιου, σε Θουκ., Πλάτ.· [[αλλά]] με θετική [[σημασία]], [[ἀφανίζω]] ἀγαθῷ κακὸν, [[εξαλείφω]] το [[κακό]] με το καλό, σε Θουκ.· <i>δύσκλειον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[παραμορφώνω]], [[ἀφανίζω]] τὰ πρόσωπα, για την προσποιητή [[λύπη]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">6.</b> [[εξαφανίζω]] [[περιουσία]], σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[αόρατος]], εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα που βυθίστηκαν σε [[θύελλα]] άμμου, σε Ηρόδ. ή χάθηκαν στη [[θάλασσα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφᾰνίζω:''' <b class="num">1)</b> делать невидимым, закрывать, застилать, затмевать (ἥλιον [[νεφέλη]] ἠφάνισε Xen.; ἡ [[σελήνη]] ἠφανίσθη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> скрывать, убирать, прятать (τινά и τι Her., Thuc., Xen.); pass. угасать (τὸ [[πῦρ]] ἠφανίσθη Plut.); иссякать (ποταμοὶ ἀφανίζονται Arst.); исчезать: ἀφανισθῆναι ἐξ ἀνθρώπων Her., Lys., Isocr. умереть, не быть в живых; [[ὑπὲρ]] τοὺς τῆς ζώρας ὅρους ἀφανισθῆναι Plat. быть удаленным за пределы страны; κατακαυθεὶς ἠφανίσθη Her. он сгорел бесследно;<br /><b class="num">3)</b> уничтожать, разрушать ([[ἱερά]] Dem.; τὰς Ἀθήνας Xen.);<br /><b class="num">4)</b> истреблять (ἐλαίαν Lys.; τὸ [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> смывать, сглаживать (ἀφανίζει ἡ [[δρόσος]] τὰ ἴχνη Xen.);<br /><b class="num">6)</b> заглаживать (ἀγαθῷ [[κακόν]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> уводить, уносить, похищать (τινὰ [[πόλεος]] Eur.; μὴ ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὶ γυναῖκας Xen.);<br /><b class="num">8)</b> обращать в наличные деньги, т. е. расточать (οὐσίαν Aeschin., Dem.);<br /><b class="num">9)</b> умалять, помрачать (τὰς πατρικὰς ἀρετάς Thuc.; ἀνδρὸς ἐνδόξου τιμάς Plut.).
}}
}}