αἰνόγαμος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰνόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόγᾰμος:''' вступивший в несчастный брак ([[Πάρις]] Eur.).
}}
}}