ἐναιωρέομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναιωρέομαι:''' Παθ., [[επιπλέω]], [[κυματίζω]] στη [[θάλασσα]], με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐναιωρέομαι:''' Παθ., [[επιπλέω]], [[κυματίζω]] στη [[θάλασσα]], με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναιωρέομαι:''' (где-л.) носиться, блуждать (θαλάσσῃ πολὺν χρόνον Eur.).
}}
}}