ἔκτροπος: Difference between revisions

2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτροπος:''' дальний, заброшенный ([[insula]] Cic.).
}}
}}