ἔκτροπος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἔκτροπον, turning out of the way. Adv. ἐκτρόπως Erot. s.v. ἐκπατίως.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que se aparta o desvía, alterado, descompuesto ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν descompuso su aspecto Gr.Naz.M.37.1547A.
2 mús. inarmónico, disonante πνεῦμα Gr.Naz.M.37.453A, fig. ἔκτροπον ... τῶν ἐν ἀρετῇ ζώντων ... τὸ ἦθος Gr.Nyss.Pss.33.15
•subst. τὸ ἔ. Gr.Nyss.Eun.3.2.144.
II adv. -ως de manera desviada, anómalamente Erot.41.16.
German (Pape)
[Seite 783] abweichend, K. S.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτροπος: дальний, заброшенный (insula Cic.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτροπος: -ον, ἐκτρεπόμενος τῆς ὁδοῦ, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 264., 2. σ. 505.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)
Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση
επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα έκτροπα
ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις
II. επίρρ. ἐκτρόπως
κατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.