ὀρός: Difference between revisions

330 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρός:''' ὁ, Λατ. [[serum]], το υδαρές [[μέρος]], η [[περιεκτικότητα]] του γάλακτος σε [[νερό]], [[ορός]] του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀρός:''' ὁ, Λατ. [[serum]], το υδαρές [[μέρος]], η [[περιεκτικότητα]] του γάλακτος σε [[νερό]], [[ορός]] του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρός:''' ион. [[οὐρός]], Arst., Plut. [[ὀρρός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> водянистая часть, жижа (ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. [[σπερματικός]] Plut.).
}}
}}