3,277,020
edits
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, εσφ. ανάγν., [[ορρός]], ο (ΑΜ [[ὀρός]] και εσφ. ανάγν. [[ὀρρός]])<br /><b>1.</b> το υδαρές [[υπόλειμμα]] του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[μετά]] την [[πήξη]] του γάλακτος υδατώδες [[υπόλειμμα]], τα [[τυρόγαλο]]<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που απομένει στην [[πληγή]] [[μετά]] την [[πήξη]] του αίματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αιματολ.)</b> κίτρινο υδατώδες [[υγρό]] που εξιδρώνεται από έναν θρόμβο ολικού πηγμένου αίματος ή που αποχωρίζεται από τα [[ερυθρά]] αιμοσφαίρια απινιδωμένου αίματος [[κατά]] τη φυγοκέντρησή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φυσιολογικός]] [[ορός]]» — θεραπευτικό [[διάλυμα]] του οποίου η ωσμωτική [[πίεση]] [[είναι]] ίση με του ορού του αίματος, όπως λ.χ. του χλωριούχου νατρίου ή της γλυκόζης<br />β) «[[θεραπευτικός]] [[ορός]]» — [[ορός]] ανθρώπου ή ζώου που έχει ανοσοποιηθεί [[κατά]] μικροβίων διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων με αυξανόμενες δόσεις αντιγόνων ή έχει υποβληθεί σε διάφορες θεραπείες<br />γ) «αντιλεμφοκυτταρικός [[ορός]]» — [[ορός]] [[ικανός]] να ελαττώνει ή να αναστέλλει την ανοσιακή [[δραστηριότητα]] τών λεμφοκυττάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υγρό]] [[μέρος]] της πίσσας<br />2) <b>φρ.</b> «σπερματικὸς [[ὀρός]]» και [[απλώς]] «[[ὀρός]]» — το ρευστό του σπέρματος, το υδατώδες [[μέρος]] του ανθρώπινου ή ζωικού σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. όν. (<b>πρβλ.</b> [[τροφός]], [[θορός]]) με ιωνική [[ψίλωση]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>- «ρέω, [[κυλώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sara</i>- «ρέω» (<span style="color: red;"><</span> <i>sisarti</i> «<i>ρέω</i>, χύνομαι»)και λατ. <i>serum</i> «[[ορός]]». Τα βυζαντινά χειρόγραφα δίνουν τ. [[ὀρρός]], που οφείλεται πιθ. σε εσφ. ανάγν. του τ. [[ὀρός]]. Στη Νέα Ελληνική έχουμε μία [[σειρά]] επιστημονικών όρων με α' συνθετικό <i>ορο</i>-, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν προέλθει από [[μετάφραση]] στην Ελληνική του λατ. <i>serum</i> ([[οροαιματώδης]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>serosanguinus</i>, [[οροαντίδραση]], <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>seroreaction</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <i>ορο</i>-) [[οροαιματώδης]], [[οροαιμάτωμα]], [[οροαλβουμίνη]], [[οροαντίδραση]], [[οροβλεννογόνος]], [[ορόγαλα]], [[ορογόνος]], [[οροδιάγνωση]], [[οροεμβολιασμός]], [[οροεξασθένηση]], [[οροθεραπεία]], [[οροϊνώδης]], [[ορολεύκωμα]], [[ορολογία]] (Ι), [[ορονοσία]], [[οροπυώδης]], [[οροστέγεια]], [[οροσυγκόλληση]], [[οροσφαιρίνη]]]. | |mltxt=και, εσφ. ανάγν., [[ορρός]], ο (ΑΜ [[ὀρός]] και εσφ. ανάγν. [[ὀρρός]])<br /><b>1.</b> το υδαρές [[υπόλειμμα]] του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[μετά]] την [[πήξη]] του γάλακτος υδατώδες [[υπόλειμμα]], τα [[τυρόγαλο]]<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που απομένει στην [[πληγή]] [[μετά]] την [[πήξη]] του αίματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αιματολ.)</b> κίτρινο υδατώδες [[υγρό]] που εξιδρώνεται από έναν θρόμβο ολικού πηγμένου αίματος ή που αποχωρίζεται από τα [[ερυθρά]] αιμοσφαίρια απινιδωμένου αίματος [[κατά]] τη φυγοκέντρησή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φυσιολογικός]] [[ορός]]» — θεραπευτικό [[διάλυμα]] του οποίου η ωσμωτική [[πίεση]] [[είναι]] ίση με του ορού του αίματος, όπως λ.χ. του χλωριούχου νατρίου ή της γλυκόζης<br />β) «[[θεραπευτικός]] [[ορός]]» — [[ορός]] ανθρώπου ή ζώου που έχει ανοσοποιηθεί [[κατά]] μικροβίων διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων με αυξανόμενες δόσεις αντιγόνων ή έχει υποβληθεί σε διάφορες θεραπείες<br />γ) «αντιλεμφοκυτταρικός [[ορός]]» — [[ορός]] [[ικανός]] να ελαττώνει ή να αναστέλλει την ανοσιακή [[δραστηριότητα]] τών λεμφοκυττάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υγρό]] [[μέρος]] της πίσσας<br />2) <b>φρ.</b> «σπερματικὸς [[ὀρός]]» και [[απλώς]] «[[ὀρός]]» — το ρευστό του σπέρματος, το υδατώδες [[μέρος]] του ανθρώπινου ή ζωικού σπέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. όν. (<b>πρβλ.</b> [[τροφός]], [[θορός]]) με ιωνική [[ψίλωση]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>- «ρέω, [[κυλώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sara</i>- «ρέω» (<span style="color: red;"><</span> <i>sisarti</i> «<i>ρέω</i>, χύνομαι»)και λατ. <i>serum</i> «[[ορός]]». Τα βυζαντινά χειρόγραφα δίνουν τ. [[ὀρρός]], που οφείλεται πιθ. σε εσφ. ανάγν. του τ. [[ὀρός]]. Στη Νέα Ελληνική έχουμε μία [[σειρά]] επιστημονικών όρων με α' συνθετικό <i>ορο</i>-, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν προέλθει από [[μετάφραση]] στην Ελληνική του λατ. <i>serum</i> ([[οροαιματώδης]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>serosanguinus</i>, [[οροαντίδραση]], <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>seroreaction</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό <i>ορο</i>-) [[οροαιματώδης]], [[οροαιμάτωμα]], [[οροαλβουμίνη]], [[οροαντίδραση]], [[οροβλεννογόνος]], [[ορόγαλα]], [[ορογόνος]], [[οροδιάγνωση]], [[οροεμβολιασμός]], [[οροεξασθένηση]], [[οροθεραπεία]], [[οροϊνώδης]], [[ορολεύκωμα]], [[ορολογία]] (Ι), [[ορονοσία]], [[οροπυώδης]], [[οροστέγεια]], [[οροσυγκόλληση]], [[οροσφαιρίνη]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρός:''' ὁ, Λατ. [[serum]], το υδαρές [[μέρος]], η [[περιεκτικότητα]] του γάλακτος σε [[νερό]], [[ορός]] του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |