3,274,175
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφροσύνη:''' эп. [[ἐϋφροσύνη]] (σῠ) ἡ тж. pl. радость, веселье Pind., Xen., Plat., Plut.; [[γέλω]] τε καὶ εὐφροσύνην παρέχειν Hom. смеяться и веселиться; ὁ παρὰ καλλιοτεφάνοις εὐφροσύναις [[δαίμων]] Eur. бог украшенных венками веселий (пиров), т. е. Вакх. | |||
}} | }} |