Anonymous

εὐφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφροσύνη]], Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[χαρά]], [[ευθυμία]], [[φαιδρότητα]], [[αγαλλίαση]] («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Εὐφροσύνη</i><br />μία από τις [[τρεις]] Χάριτες.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφροσύνη]], Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[χαρά]], [[ευθυμία]], [[φαιδρότητα]], [[αγαλλίαση]] («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Εὐφροσύνη</i><br />μία από τις [[τρεις]] Χάριτες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}