ἁδρόομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁδρόομαι:''' созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).
}}
}}