ἁδρόομαι

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρόομαι Medium diacritics: ἁδρόομαι Low diacritics: αδρόομαι Capitals: ΑΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hadróomai Transliteration B: hadroomai Transliteration C: adroomai Beta Code: a(dro/omai

English (LSJ)

Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.

Spanish (DGE)

desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.

Greek Monotonic

ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἁδρός
to come to one's strength, Plat.

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).