ἐχέστονος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.).
}}
}}