3,277,048
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.). | |||
}} | }} |