ἐχέστονος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέστονος Medium diacritics: ἐχέστονος Low diacritics: εχέστονος Capitals: ΕΧΕΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: echéstonos Transliteration B: echestonos Transliteration C: echestonos Beta Code: e)xe/stonos

English (LSJ)

ἐχέστονον, bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.

German (Pape)

[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέστονος: ἔχω 29] исторгающий стоны (ἰός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.

Greek Monolingual

ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].

Greek Monotonic

ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐχέ-στονος, ον
bringing sorrows, Theocr.