χρωτίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρωτίζω:''' досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν [[ἑαυτοῦ]] νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
}}
}}