Anonymous

χρωτίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χρώς]], <i>χρωτός</i>]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χρωτίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ [[ἄνθρωπος]] ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[χρώμα]], [[χρωματίζω]] («τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις χρωτίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — [[μεταδίδω]] τις ιδιότητές μου σε κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[χρώς]], <i>χρωτός</i>]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χρωτίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ [[ἄνθρωπος]] ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[χρώμα]], [[χρωματίζω]] («τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις χρωτίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — [[μεταδίδω]] τις ιδιότητές μου σε κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}