ἐπαλαστέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰλαστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄλαστος]]), είμαι [[γεμάτος]] [[οργή]] για [[κάτι]], [[αγανακτώ]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπᾰλαστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄλαστος]]), είμαι [[γεμάτος]] [[οργή]] για [[κάτι]], [[αγανακτώ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰλαστέω:''' негодовать, быть раздраженным: τὸν ἐπαλαστήσασα [[προσηύδα]] Hom. ему (Телемаху) с досадой отвечала (Паллада).
}}
}}