ἐπαλαστέω
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
to be full of wrath at a thing, τὸν δ' ἐπαλαστήσασα προσηύδα Od.1.252, cf. A.R.3.369,557.
German (Pape)
[Seite 897] unwillig sein darüber, Od. 1, 252, Schol. ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν ὡς ἀλάστοις οὖσι δεινοπαθήσασα, auch Ap. Rh. 3, 369. 557.
French (Bailly abrégé)
ἐπαλαστῶ :
être mécontent ou affligé.
Étymologie: ἐπί, ἄλαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰλαστέω: негодовать, быть раздраженным: τὸν ἐπαλαστήσασα προσηύδα Hom. ему (Телемаху) с досадой отвечала (Паллада).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰλαστέω: ἀγανακτῶ, τὸν δ’ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη «ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν, ὡς ἀλάστοις καὶ δεινοῖς οὖσι, δεινοπαθήσασα» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 252, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 369, 557. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαλαστήσασα· σχετλιάσασα, δεινοπαθήσασα, ἐπιχαλεπήνασα».
English (Autenrieth)
part. -ήσᾶσα: be indignant (at), Od. 1.252†.
Greek Monotonic
ἐπᾰλαστέω: μέλ. -ήσω (ἄλαστος), είμαι γεμάτος οργή για κάτι, αγανακτώ, σε Ομήρ. Οδ.