ποτητός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποτητός -ή -όν [ποτάομαι] vliegend; subst. vogel. Od. 12.62 ( plur. ).
}}
}}