3,270,341
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θώψ:''' θωπός adj. льстивый (θῶπες λόγοι Plat.).<br />θωπός ὁ льстец Her. | |||
}} | }} |