Anonymous

θώψ: Difference between revisions

From LSJ
137 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θώψ:''' θωπός adj. льстивый (θῶπες λόγοι Plat.).<br />θωπός ὁ льстец Her.
}}
}}