ἀγκυλόδους: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκῠλόδους:''' όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком ([[σίγυνος]] Anth.).
}}
}}