3,254,070
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγκῠλόδους:''' όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком ([[σίγυνος]] Anth.). | |||
}} | }} |