ἀναμάξευτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάξευτος:''' непроезжий (sc. [[χώρα]] Her.).
}}
}}