Anonymous

ἀναμάξευτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμάξευτος]], -ον (Α) [[ἁμαξεύω]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο [[αδιάβατος]].
|mltxt=[[ἀναμάξευτος]], -ον (Α) [[ἁμαξεύω]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο [[αδιάβατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
}}
}}