ἐπίσκοπος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκοπος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτηρητής]], αυτός που επιβλέπει, [[φρουρός]], [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[κηδεμόνας]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σόλωνα κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., ἐπ. [[Τρώεσσι]], [[κάποιος]] που έχει τεθεί ως [[κατάσκοπος]] αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιος]] [[λειτουργός]], [[αξιωματούχος]], [[επιστάτης]], [[έφορος]], [[επόπτης]], [[απεσταλμένος]] σε υποτελείς πόλεις, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[επίσκοπος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[ἐπίσκοπος]]:</b> -ον, αυτός που βρίσκει τον στόχο, [[επιτυχής]]· μεταφ., αυτός που φθάνει, που προσεγγίζει ένα [[σημείο]], με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ουδ. πληθ., <i>ἐπίσκοπα</i>, ως επίρρ., επιτυχώς, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπίσκοπος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτηρητής]], αυτός που επιβλέπει, [[φρουρός]], [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[κηδεμόνας]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σόλωνα κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., ἐπ. [[Τρώεσσι]], [[κάποιος]] που έχει τεθεί ως [[κατάσκοπος]] αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιος]] [[λειτουργός]], [[αξιωματούχος]], [[επιστάτης]], [[έφορος]], [[επόπτης]], [[απεσταλμένος]] σε υποτελείς πόλεις, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[επίσκοπος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[ἐπίσκοπος]]:</b> -ον, αυτός που βρίσκει τον στόχο, [[επιτυχής]]· μεταφ., αυτός που φθάνει, που προσεγγίζει ένα [[σημείο]], με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ουδ. πληθ., <i>ἐπίσκοπα</i>, ως επίρρ., επιτυχώς, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκοπος:''' <b class="num">1)</b> бьющий в цель, меткий, достигающий: νίκης ἐ. Aesch. обеспечивающий победу (см. [[ἐπίσκοπα]]);<br /><b class="num">2)</b> соответствующий: ἄτης τῆσδ᾽ ἐπίοκοπον [[μέλος]] Soph. жалобная песнь подстать этому горю.<br /><b class="num">II</b> ὁ, ἡ<br /><b class="num">1)</b> надзиратель, смотритель, страж (ὁδαίων Hom., νεκροῦ Soph.);<br /><b class="num">2)</b> хранитель, блюститель (ἁρμονιάων Hom.; πατρῴων δωμάτων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> наблюдатель (σωφροσύνης καὶ ὕβρεως Plat.; [[χρηστῶν]] καὶ πονηρῶν ἔργων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> разведчик, соглядатай (νήεσσιν ἐ. ἡμετέρῃσιν Hom.): σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. выслеживающие твое местонахождение, т. е. ищущие тебя;<br /><b class="num">5)</b> pl. эпископы (соотв. ἁρμοσταί в Лаконии, афинские политические эмиссары в подвластных Афинам городах) Arph.;<br /><b class="num">6)</b> глава религиозной общины, епископ NT.
}}
}}