Anonymous

ἐπίσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπίσκοπος]], Α και επίθ. [[ἐπίσκοπος]], -ον)<br />[[αρχιερέας]] που κατέχει τον υψηλότερο βαθμό της ιερωσύνης, [[κατά]] την εκκλησιαστική [[παράδοση]] [[διάδοχος]] και [[συνεχιστής]] του έργου τών αποστόλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πετυχαίνει τον στόχο («[[ἐπίσκοπος]] ὀϊστῶν»)<br /><b>2.</b> [[ταιριαστός]] («ἄτης τόδ’ ἐπίσκοπον [[μέλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[φύλακας]], [[σκοπός]]<br />β) [[πολιούχος]] [[θεός]]<br />γ) [[κατάσκοπος]] («Τρώεσσιν ἐπίσκοπον»)<br />δ) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] στην αρχαία Αθήνα με αρμοδιότητες για προσωρινή [[διοίκηση]] υποτελών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής<br />πιθ. από τη [[φράση]] <i>επί σκοπόν</i>].
|mltxt=ο (AM [[ἐπίσκοπος]], Α και επίθ. [[ἐπίσκοπος]], -ον)<br />[[αρχιερέας]] που κατέχει τον υψηλότερο βαθμό της ιερωσύνης, [[κατά]] την εκκλησιαστική [[παράδοση]] [[διάδοχος]] και [[συνεχιστής]] του έργου τών αποστόλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πετυχαίνει τον στόχο («[[ἐπίσκοπος]] ὀϊστῶν»)<br /><b>2.</b> [[ταιριαστός]] («ἄτης τόδ’ ἐπίσκοπον [[μέλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[φύλακας]], [[σκοπός]]<br />β) [[πολιούχος]] [[θεός]]<br />γ) [[κατάσκοπος]] («Τρώεσσιν ἐπίσκοπον»)<br />δ) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] στην αρχαία Αθήνα με αρμοδιότητες για προσωρινή [[διοίκηση]] υποτελών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής<br />πιθ. από τη [[φράση]] <i>επί σκοπόν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκοπος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[επιτηρητής]], αυτός που επιβλέπει, [[φρουρός]], [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[κηδεμόνας]], σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σόλωνα κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., ἐπ. [[Τρώεσσι]], [[κάποιος]] που έχει τεθεί ως [[κατάσκοπος]] αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιος]] [[λειτουργός]], [[αξιωματούχος]], [[επιστάτης]], [[έφορος]], [[επόπτης]], [[απεσταλμένος]] σε υποτελείς πόλεις, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[επίσκοπος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[ἐπίσκοπος]]:</b> -ον, αυτός που βρίσκει τον στόχο, [[επιτυχής]]· μεταφ., αυτός που φθάνει, που προσεγγίζει ένα [[σημείο]], με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ουδ. πληθ., <i>ἐπίσκοπα</i>, ως επίρρ., επιτυχώς, σε Ηρόδ.
}}
}}