δύσλεκτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσλεκτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς το λόγο, [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]], Λατ. [[infandus]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσλεκτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς το λόγο, [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]], Λατ. [[infandus]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσλεκτος:''' невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).
}}
}}