Anonymous

δύσλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσλεκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσλεκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσλεκτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς το λόγο, [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]], Λατ. [[infandus]], σε Αισχύλ.
}}
}}