ἀκροπόλος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροπόλος:''' высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).
}}
}}