Anonymous

ἀκροπόλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ ἀκροπόλοι</i><br />οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>πολῶ</i> (-<i>έω</i>) «περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], [[συχνάζω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]]»].
|mltxt=[[ἀκροπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ ἀκροπόλοι</i><br />οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>πολῶ</i> (-<i>έω</i>) «περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], [[συχνάζω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ.
}}
}}