δάκος: Difference between revisions

450 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δάκος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> досл. укус, перен. жало, язвительность (φεύγειν δ. κακαγοριᾶν Pind.);<br /><b class="num">2)</b> хищный зверь (πόντια δάκη Aesch.): Ἀργεῖον δ. Aesch. аргивский зверь, т. е. троянский конь; δάκη θηρῶν Eur. хищные звери, чудовища.
}}
}}